Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Ταχεῖα ...πνευματικὴ ἀνέλιξις!

Ὑπὸ τοῦ φιλτ.: ἀδ.: Β.Π., μοῦ ἐδωρήθησαν διάφορα δοκουμέντα.
Πρόκειται, ἀνάμεσα σ᾿ ἄλλα, διὰ τὸ ἐκτιθέμενον τεκτονικὸν δίπλωμα τοῦ Μεγάλου Τέκτονος Πέτρου Γράβιγγερ.
Ὑπάρχει ἀνάμεσα εἰς αὐτὰ τὸ δίπλωμα τοῦ πρώτου συμβ
.: βθμ.:, ὅταν οὗτος ἐμυήθη, ποῦ ἀλλοῦ; εἰς τὴν Σ.: Στ.: «Προμηθεύς»...

Ἐμυήθη τότε κατὰ τὴν 6ην Νοεμβρίου 1926.
Τὰ χρόνια πέρασαν. Ὁ Γράβιγγερ διέλαμψεν ὡς τεράστιος ἀπλανὴς ἀστὴρ, εἰς τὸ στερέωμα τοῦ ἑλληνικοῦ τεκτονισμοῦ.
Κατέστη ὁ πολυγραφώτερος Ἕλλην τέκτων. Ἵδρυσε στοὰν καὶ μᾶς ἄφησε τὴν τεραστίαν πνευματικὴν παρακαταθήκην τῆς «Βιβλιοθήκης τῆς Σφιγγός».
26η Νοεμβρίου 1986. Μετὰ …ἑξήκοντα ἔτη, ὁ Γράβιγγερ μυεῖται εἰς τὸν –τελεύτιον δι᾿ αὐτόν- 32ον βθμ
.: τοῦ «Ὑπερτάτου Πρίγκηπος τοῦ Βασιλικοῦ Μυστικοῦ»!
Ποῖος εἶσαι σύ, ἀνυπόμονε ἀδελφὲ μου, ποὺ θλίβεσαι βλέπων σε νὰ χάνῃς τὴν προγραμματισθεῖσαν μύησιν εἰς τὸν ἐπόμενον βαθμόν;
Ποῖος εἶσαι σύ, ἀνυπόμονε ἀδελφὲ μου, ποὺ δυσανασχετεῖς βλέπων διαφόρους ἀκαταρτίστους καὶ τεκτονικῶς βωβοὺς ἀδελφοὺς σου, νὰ ἔχουν ἀναριχηθεῖ εἰς τὰ ὑπερῶα τῆς Ἱερᾶς Πυραμῖδος;
Περισσότερα διὰ τὸν ἀείμνηστον ἀδ
\ μας Πέτρον Γράβιγγερ, δύνασαι νὰ μάθῃς –καὶ νὰ διδαχθῇς- εἰς τὸν ἱστοχῶρον ποὺ ἔφτειαξε μὲ ἀγάπην ὁ ἀδ.: Β.Π. http://www.gravigger.gr/.



Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Ἐς Γαριβάλδην

MISSA BREVIS GARIBALDINA.
 
Di pari, come buoi che vanno a giogo,
m'andava io con quell'anima carca,
                                                              fin che 'l sofferse il dolce pedagogo.

Ἐπίκλησις Ι.
Ἰωσήφ! Στέκομαι σὲ μιὰν θεσπρωτικὴν ἀκτὴν,
ἀτενίζων τὴν Ἰταλίαν.
Βλέπω τὰ λευκὰ βότσαλα κατεσπαρμένα.
Κατεσπαρμένα ὡς ἡ πατρὶς σου πρὸ ἐσοῦ!
Σταυρώνω τὰς χείρας μου ἐπὶ τοῦ στήθους
-προσέχων πάντοτε! ἡ δεξιὰ ἐπὶ τῆς εὐωνύμου-,
Κρατῶ τὸ τίμιον ξῖφος μου ἐκ τῆς λεπίδος.
Κλίνω τὴν κεφαλὴν μου πρὸς τὴν Γῆν.
Οἱ ὀφθαλμοὶ μου ὅμως πρὸς τὸν οὐρανόν.
Ἡ λαβὴ τοῦ τιμίου μου ξίφους πρὸς τὸν οὐρανόν.
Περιμένω τὴν διάρρηξιν τῶν νεφῶν.
Ἀναμένω τὰς τρεῖς ἀκτίνας τοῦ κτιστοῦ ἡλίου.
Προσδοκῶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἀκτίστου Ἡλίου.
Καρτερῶ τὴν τιμίαν χείρα σου, στρατηγέ!
Νὰ δράξῃ τὸ τίμιον ξῖφος πάλιν.
Ὦ Ἰωσήφ! Ἡ σάλπιγξ; Σιγή.
Ὦ Ἰωσήφ! Ἡ φόρμιγξ; Ἠχεῖ.
Ἠχεῖ νὰ ψάλῃ τὸν ἀχὸν, τὸν ἐκ τῆς ἐνδοχώρας.
Δρίσκους ποτισμένους μὲ αἷμα ποιητῶν.
Ἠχεῖ νὰ ψάλῃ τὸν ἀχὸν, τὸν ἐρχόμενον ἐκ τῆς κατέναντι ἀκτῆς.
Ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ Νέου Κόσμου.
Τὰ τέκνα σου παντοῦ. Ὦ Πελεκᾶν!

Προσκλητήριον καὶ τρισάγιον.
Περιφέρομαι εἰς τὰς ὁδοὺς τῆς συνοικίας τῶν ἡρώων.
Μελαμβαφὴς ὁ Ἱερὸς Βράχος ἄνωθεν.
Νέφη βαρέα σκοτίζουσι τὰ ἔνδοξα μάρμαρα.
Ἐγὼ τώρα βηματίζω δι᾿ ἑπτὰ ἐσπευσμένων βημάτων.
Ὁδὸς Φράττι. Ὁδὸς Καβαλότι. Ὁδὸς Ῥοβέρτου Γκάλι.
Καλῶ ὡς Ταλθύβιος τὸ ἀθροιστήριον τῶν ὑπερόχων ὀνομάτων.
Καλῶ καὶ τὰς κατέναντι τοῦ Ἰλισσοῦ θείας ψυχάς.
Σὰν διαμάντια λάμπουν στὸ αὐχμηρὸ Δουργούτι.
Ὁδὸς Ῥοζαρόλ. Ὁδὸς Τούρμερ. Ὁδὸς Λερουά.
Ἅγιοι! Διότι ἐμίσησαν τὰς μαλακὰς ἐμβάδας.
Ἅγιοι! Διότι ἀπέστερξαν τὴν μακρὰν καπνοσύριγγα,
ἐνώπιον τῆς ἑστίας.
Ἅγιοι! Διότι ἔκαμον τὸν ταμπάκον καὶ τὴν πυρίτιδα τροφήν.
Τὸ λάβδανον πιοτόν.
Ἵσταμαι μὲ τὸ τίμιον ξῖφος ὑπό τὸν ἐπενδύτην.
Οἱ τύραννοι δὲν ἀγαποῦν τὰ τίμια ξίφη.
Οὔτε τοὺς φέροντας ταῦτα...
Περιφέρομαι καὶ γὼ ὁ πτωχὸς ἐν μέςῳ πόλεως ἀγνώστου.
Βάρβαροι φθόγγοι παντοῦ καὶ βλέμματα μοχθηρά ἀνελευθέρων μετοίκων.
Ζωώδεις ὄψεις ἐθελοδούλων κατοίκων.
Καὶ σὺ στρατηγἐ, μὲ τὸ καλπάκι μάγκικα στὸ πλάι,
Μὲ τὴν ἀμερικάνικη, τρύπι᾿ ἀπ᾿ τὰ βόλια κουβερτούλα σου,
μὲ κοιτάζεις λοξά.

Ἴαμβος.
                                  Io non so ben ridir com'i' v'intrai,
                                  tant'era pien di sonno a quel punto
                                  che la verace via abbandonai.

Ἄμα χτυπήςῃς ἕξ φορές καὶ ἄλλη μιά,
Κι᾿ ὅταν ἀκούςῃς τὸ σίδερο νὰ τρίβεται στὸ ξύλο.
Ἐτοιμάσου!
Θὰ μπῇς σὲ χῶρο πένθους καὶ λύπης βαριᾶς.
Ἐκεῖ θὰ τοὺς βρῇς, ὅλους ξανά,
μπροστὰ στ᾿  ἄδεια δισκοπότηρα.
Νὰ ψάχνουν μ᾿ ἀγωνία τὸ μεγάλο πολεμάρχη.
Μέσα στὰ κόκκινα ντυμένοι.
Κι᾿ αὐτὸς πλανᾶται παντοῦ σὰν ἀετὸς.
Ψάχνει σὰν πελεκᾶνος.
Πικρὴ τροφὴ στὸ στόμα του, τὸ αἷμα του τὸ ἴδιο.
Κι᾿  οἱ νεοσσοί; Λουφάζουν τρομαγμένοι.
Στὸν κουρνιαχτό καὶ στὴν σποδό, ποιὸς ἔρχεται; Ποιὸς κρούει;
Ὁ ζωοδότης πελεκᾶν, ἢ ὁ βαμπῖρος;

Ἐπίκλησις ΙΙ.
Φυςῶ τὰ ζώπυρα ν᾿ ἀνάψω τὴν πυράν.
Καλῶ τοὺς ἀδελφοὺς τῶν δαςῶν νὰ φέρουν ὕλην.
Ἀγροικῶ μὴν ἀκούσω τοὺς ἀκαμάτους πελέκεις.
Μὲ λίθο τίμιον αἱμοβαφῆ ἀπ᾿ τ᾿ Ἀσπρομόντε,
κρούω  σε σήμαντρο ἀπ᾿  τ᾿ Ἅγιον Ὅρος.
Κράζω, Ἐμμανουηηήλ!
Οἱ μὴ καθεύδοντες ἀκόμη περίεργοι, μοῦ κρένουν:
-Δὲν τὸν ξέρουμε τὸν κύριον!
Κι᾿  ὅμως ἐγώ φυςῶ τὰ ζώπυρα ν᾿ ἀνάψω τὴν πυράν.
Κι᾿ ὅλο κοιτάζω δῶθε-κεῖθε.
Μὴν κι᾿ ὁ Κύριος εἶναι μετ᾿ ἐμοῦ...
Φυςῶ τὰ ζώπυρα ν᾿ ἀνάψω τὴν πυράν.
Πυρὰν καθαρτήριον.
Πυρὰν κολασμοῦ.
Πυρὰν ἐξιλασμοῦ.

να τὶ μᾶς ἐγκατέλιπες;  Φωτιά.
   Νεκραναστήσου! Φύσις.
      ίξου καὶ πάλι στὴν ζωή! Ἀναγέννησις.
         ωσήφ Γαριβάλδη σὲ ἐπικαλούμεθα. Συνέχεια.

Παρακλητικὸς καὶ ἰλαστήριος κανών.
 «-Ἀδελφὲ μας Ἰωσήφ.
Σὺ μὲ τὸ ξῖφος σου,
ἐστάθης ὁ μέγιστος ἐχθρὸς
τῆς πιὸ ἐλεεινῆς ἐλευθεριᾶς.
Τῆς λευτεριᾶς ἐκείνων ποὺ μονάχοι των,
χαλκεύουν τῆς δουλείας των τὲς κλάπες.
Τῆς λευτεριᾶς ποὺ ἐκποιεῖται στὲς δύσοσμες τὲς κάλπες.
Κι᾿ ἂν ἔχυσες τὸ αἶμα, ἁμαρτωλὲ καὶ ἅγιε,
πολλῶν ἐθελοδούλων, τὶ ἐζήτουν;
Ἐλευθερίαν νἆναι δοῦλοι!
Ἄτεγκτος ἐσὺ ἐστάθης.
Θραύων ἁλύσσους».

Ἀναπαύου ἐν Κυρίῳ Ἰωςὴφ!
Εἴθε ὁ Ἐμμανουὴλ νὰ σὲ δεχθῇ!
Ἂν δὲν τὸ κάμῃ...
Φύλαξέ μας μιὰν θέσιν.
Στὴν κόλασιν!
Μαζί σου!

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Συλλέκτης ὀστράκων...


Θὰ ἐπανέλθω.
(Μελαγχολία τέκτονος Κοιαίστορος[1]).

Κάτι ποὺ νὰ μοιάζει μὲ ποίημα, ἀφιερωμένο στὴν εὐλογημένη μνήμη τοῦ ..................................., ποὺ ἐφρόντιζε ἡ γυναίκα τοῦ Καίσαρος καὶ νὰ φαίνεται τίμια, γιὰ δεκαεφτά χρόνια, ὑπηρετώντας σὰν ΤΑΜΙΑΣ, ἕντεκα σεβασμίους δασκάλους, ἀπ’ τὰ 1932! 


Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Σίμων Βολιβάρ. Ὡραῖος ὡς Ἕλλην.



ὡραῖος σὰν Ἕλληνας Μπολιβάρ.
Ἕνα τεκτονικὸν ποίημα τοῦ Νίκου Ἐγγονόπουλου.
ἀδ.: ...............................................
Σ.:Στ.: «............................» κθ΄ Ὁκτωβρίου ͵ββ΄

«Ἡ τύχη μὲ γέμισε μὲ ὅλες τὶς τιμὲς
γιατὶ ἀνέβηκα πάνω ἀπ' ὅλους.
Τὰ πόδια μου στηρίζονται στὴ γῆ
καὶ τὰ χέρια μου ἀγγίζουν τὴν αἰωνιότητα.
Νοιώθω τὶς καταχθόνιες φυλακὲς
κάτω ἀπὸ τὰ βήματὰ μου,
διακρίνω γύρω μου τὰ λαμπερὰ ἄστρα,
τοὺς ἀτέλειωτους ἥλιους».
Λόγια τοῦ Σίμωνος Μπολιβὰρ στὸν ἀδ\ Σὰν Μαρτίν
γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Τάγματος τοῦ Ἡλίου (Orden del Sol)


Φιλοτελικὴ Κουβανικὴ Ἔκδοσις διὰ τὸν τέκτονα Σίμωνα Βολιβάρ.

Ὁ ὁμιλῶν δὲν εἶναι λογοτέχνης, ποιητής, οὕτε κἄν κριτικὸς αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ὅστις ἐκφέρει ἀντικειμενικὰς ὑποτίθεται γνώμας καὶ διαπιστώσεις ἐπ' αὐτῶν.
Ἡ ποίησις ὡστόσον ἔχει μίαν σπουδαίαν κοινότητα πρὸς τὰς μυητικὰς διαδικασίας, διότι ἐπὶ τῷ πλείστῳ ἐκφράζεται διὰ συμβολισμῶν καὶ τελεῖ ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Ἀπόλλωνος Μουσηγέτου, ὅπως ἄλλωστε καὶ πλεῖστα μυητικὰ κέντρα.
Τὸ ποίημα «Μπολιβὰρ» θὰ μποροῦσα νὰ τὸ χαρακτηρίσω ὡς τεκτονικόν, ὄχι διότι ἔχει ὡς κεντρικὸν αὐτοῦ ἥρωα τὸν Σίμωνα Μπολιβάρ, τὸν σημαντικώτερον ἴσως μετὰ τοῦ Γαριβάλδη παγκοσμίου φήμης Τέκτονα πολεμιστὴν τῶν ἰδεωδῶν τῆς Ἐλευθερίας, τῆς Ἰσότητος καὶ τῆς Ἀδελφοσύνης τῶν λαῶν.
Ὄχι διότι βρίθει τεκτονικῆς ὑφῆς συμβολισμῶν, ἀλλὰ διότι ὑμνεῖ τὸ ἰδεῶδες τοῦ Τέκτ.: ἥρωος-μύστου, ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει ἐπὶ τέλους δρᾶσιν ἐν τῳ κόσμῳ, μαχόμενος ταὐτοχρόνως κατὰ τῶν ἀτομικῶν παθῶν, ὅπως ἐπιτάσσουν τὰ τυπικὰ πολλῶν βαθμῶν τοῦ συστήματὸς μας.
Τὸ ἔργον ὑπὸ τὸν τίτλον «Μπολιβάρ, ἕνα Ἑλληνικὸ ποίημα», ἐγράφη ὑπὸ τοῦ σπουδαίου ζωγράφου καὶ ποιητοῦ μας εἰς τὸ ζενὶθ τῆς ναζιστικῆς κατοχῆς, ἐκυκλοφόρησε δὲ καὶ ἐδιαβάζετο εἰς συγκεντρώσεις ἀντιστασιακοῦ χαρακτήρος, ὑπὸ τὸν ἄγρυπνον ὀφθαλμὸν τοῦ τυράννου.
Τὸ ἔργον ποὺ θὰ ἀκουσθῇ εἶναι παράδοξον, ὅπως παράδοξα θὰ ἐφαίνοντο τὰ τεκτονικὰ δρώμενα εἰς ἔναν ἀμύητον. Κινεῖται νοηματικῶς μεταξὺ τῆς ἑλληνοποιήσεως τοῦ κόσμου καὶ τῆς παγκοσμιεύσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Αἱ ἀναδυόμεναι ἰδέαι ἀναδεικνύουν τὰς τρεῖς ἀρετὰς-φῶτα τοῦ Τέκτονος ἥρωος.
Τὴν Ἰσχύν. ...«ἡ χέρα σου εἴτανε μεγάλη σὰν τὴν καρδιὰ σου, καὶ σκορποῦσε τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό»...
Τὴν Σοφίαν. ...«Λένε πὼς γνώριζε ἀπὸ πρίν, μὲ ἀκρίβεια ἀφάνταστη, τὴ μέρα, τὴν ὥρα, τὸ δευτερόλεφτο ἀκόμη, τὴ στιγμὴ, τῆς Μάχης τῆς μεγάλης, πού εἴτανε γι' αὐτόνα μόνο...»
Τὸ Κάλλος. ...«Μπολιβάρ, εἶσαι ὠραῖος σὰν Ἕλληνας»....
Ὁ ἥρως Μπολιβὰρ περιπλανᾶται σὰν ἀκατάλυτον σύμβολον, ἀπὸ τὴν γενέτειραν γῆν τῆς Ν. Ἀμερικῆς, τῆς ὁποίας τὰ κράτη ἀπαριθμοῦνται ἐδῷ ἕνα πρὸς ἕν, τονίζοντας τὸν ἐπικὸν τοῦ ἔργου χαρακτῆρα, μέχρι τὰ πεδία τῶν μαχῶν τοῦ 1821, ὡς τὶς φοβερὲς συγκρούσεις στὰ βορειοηπειρωτικὰ βουνά. Κάπου ἐκεῖ στὸ Λεσκοβίκι τῆς Βορείου Ἡπείρου, ὁ Μπολιβὰρ θὰ συναντηθῇ μὲ τὸν ἴδιον τὸν ποιητήν, ὁ ὁποῖος ἀντέταξε τότε τὴν λόγχην του εἰς τὰς φασιστικὰς λεγεῶνας.
Ἄν ὁ «Ὕμνος πρὸς τὴν Ἐλευθερίαν» τοῦ ἀδ.: Σολωμοῦ εἶναι τὸ ἔπος τοῦ Ἁγῶνος τῆς Ἐθνεγερσίας, ἄν ἡ «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» εἶναι ὁ παιὰν τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ Γουδί τὸ 1909, ὁ «Mπολιβὰρ» ἀποτελεῖ τὸν διθύραμβον τοῦ ἀντιναζιστικοῦ-ἀντιφασιστικοῦ Ἀγῶνος σύμπαντος τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἀλλὰ καὶ τῆς ἡμιτελοῦς δικαιώσεως τῶν ἡρώων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, τῆς ἀποκαθηλώσεως τῶν εἰκόνων των ἐν τέλει καὶ τῆς προδοσίας τῶν ἰδανικῶν των. Καὶ το χαρακτηρίζω διθύραμβον, διότι ἡ μορφὴ τοῦ ποιήματος εἶναι «διονυσιακή».
Ὁ ποιητής, διὰ λόγους τοὺς ὁποίους ἀναφέρει εἰς τὸ προοίμιον τοῦ ἔργου του, ἐπιλέγει τὸ πρόσωπον τοῦ ἀδ.: Σίμωνος Μπολιβάρ, μιᾶς προσωπικότητος τοῦ διεθνοῦς πανθέου τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἐλευθερίας[1], θέλων ἐμμέσως νὰ ὑπομνήσῃ πρὸς τοὺς ὑποδούλους Ἕλληνας, ὅτι ὁ ἀγὼν τῆς Ἀπελευθερώσεως εἶναι παγκόσμιος καὶ ὅτι δὲν μάχονται πλέον μόνοι κατὰ τῆς ναζιστικῆς τυραννίας. 
Παραλλήλως ὅμως ὁ ποιητὴς «ἑλληνοποιεῖ» τὸν ἥρωα, ὄχι διὰ κιβδήλων γραφειοκρατικῶν ἐγγράφων, ὡς συμβαίνει εἰς τὰς ἡμέρας μας, ἀλλὰ διὰ τῆς βαπτίσεὼς του εἰς τοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνας, περιάγων τὸν στρατηγὸν ἐν μέσῳ τῶν πεδίων τῶν μαχῶν τοῦ ἔθνους ἡμῶν. Οἱ πολεμισταὶ ἰνδιάνοι τῆς Νοτίου Ἀμερικῆς θὰ τὸν βάψουν μὲ τὰ πολεμικὰ χρώματα, «μισόνε ἄσπρο, μισὸ γαλάζιο, γιὰ νὰ φαντάζῃ σὰ ρημοκκλήσι σὲ περιγιάλι τῆς Ἀττικῆς».
Ὁ Μπολιβὰρ περιφέρεται ὡς μία φυσικὴ δύναμις, ὡς ἕν φόβητρον κατὰ τῆς τυραννίας, καὶ κατὰ παντὸς ἐχθροῦ. Ἀκόμη καὶ κατὰ τῶν ἐκπροσώπων τῆς πνευματικῆς τυραννίας, ὅπως οἱ Ἱησουΐται διὰ τῶν διαβολῶν τῶν ὁποίων ἐστραγγαλίσθη ὁ μέγας διαφωτιστὴς Κύριλλος Λούκαρις, καθὼς καὶ τοῦ «ἐλεεινοῦ Φιλιππουπολίτη», τοῦ   μυστηριώδους καὶ ἀνωνύμου καταδότου τῆς ὀθωμανικῆς τυρρανίας, τοῦ ἀπαραιτήτου στυλοβάτου πάσης χαμερπείας καὶ καταπιέσεως. Μὴ ξεχνᾶμε! Εἶναι Κατοχή καὶ ὁ μυστηριώδης Φιλιππουπολίτης εἶναι σὰν τὶς κουκουλοφόρες ἐκεῖνες σκιές, αἱ ὁποῖαι ἐβυθίσθησαν εἰς τὴν ἀνωνυμίαν καὶ τὸν κουρνιαχτὸν τῶν ἐρειπίων τῆς πατρίδος μας.
Τὸν τελικὸν θρίαμβον καὶ τὴν ἀποθέωσιν του ἥρωος, ψάλλει μία ἐπωδὸς ἑνὸς χοροῦ, χορωδίας δηλαδή, Ἐλευθεροτεκτόνων, οἱ ὁποῖοι ὅπως εἰς τὰ ἀρχαῖα δράματα, παραστέκουν τὸν ἀδελφὸν των, καὶ τὸν τιμοῦν μὲ ἕνα ὀργιαστικὸν, παγανιστικὸν ξέσπασμα-ὕμνον. Ὕμνον πρὸς τιμὴν τῆς σπορᾶς μιᾶς νέας γενεᾶς ἀνθρώπων, ἐλευθέρων, ἰσχυρῶν, σοφῶν καὶ ὡραίων, μὲ τὰ πόδια των γερὰ στηριγμένα στὴν πανδότειρα μητέρα Γῆν καὶ τὸ κεφάλι ψηλὰ στὸν θεόδομον οὐρανόν.
«χορὸς Ἐλευθεροτεκτόνων», εἶναι ἕνας διθύραμβος. Κάθε στροφή του τελειώνει μὲ τὴν ἐπίκλησιν corazon (καρδιὰ), τὴν ὁποίαν προφέρουν πολλοὶ νοτιοαμερικανοὶ ἀδ.: μας ὅταν τίθενται «ἐν τάξει». Ξεκινᾶ μὲ ἕνα ἐξορκισμὸν τῶν κακοποιῶν ὀντοτήτων αἱ ὁποῖαι κατατρέχουν τοὺς μύστας. Ὁ μύστης γεννᾶται ἐκ τοῦ σκότους τῆς μήτρας-Σκ.: Θαλ.: πρὸς τὸ Φῶς καὶ τῆς συναρμονίσεώς του πρὸς τὸν παγκόσμιον ῥυθμόν. Ὁ τέκτ.: ἥρως ἔχει γεννηθῇ καὶ κινεῖται πλέον ἐν τῇ παγκοσμιότητι «...ὅπου πρόσωπο σκοῦρο, καὶ χείλη πλατειά, κι' ὁλόλευκα δόντια...».
Ἀκολουθεῖ ἡ ἐπίκλησις τῶν γονιμοποιῶν δυνάμεων τῆς Φύσεως, διὰ τῆς προτροπῆς˙ «...ἄς στηθῇ ὁ φαλλός...».
Βεβαίως θὰ ἀναρωτηθῆτε ἀδ\ μου, ποία ἡ σχέσις ὅλων αὐτῶν τῶν ὠραίων πραγμάτων, μὲ τὰς ἐργασίας μιᾶς Τ.: Στ.:;
Θὰ ἠδυνάμην εὐκόλως νὰ ξεγλιστρήσω καὶ νὰ περισώσω τὴν παρουσίαν μου ἐνώπιὸν σας ἀπόψε, ἐπικαλούμενος τὴν τεκτ.: ἰδιότητα τοῦ ἥρωὸς μου. Ἀκόμη νὰ ἐπικεντρωθῶ εἰς τὸ βακχικὸν καὶ ἐξόχως μυστηριακὸν προαναφερθὲν σημεῖον τοῦ ποιήματος. Ὄχι ὅμως! Διότι κεντρικὸς ἥρως τοῦ ἔργου δὲν εἶναι ὁ Μπολιβάρ...
Τὸ τεκτ.: ποίημα ὅπερ θὰ ἀκουσθῇ ἀκολούθως, ἀπαγγελόμενον ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ ποιητοῦ του, ἀποτελεῖ μίαν ἐξιδανικευμένην βεβαίως ἀλλ' ἀπολύτως διαυγῆ εἰκόνα τοῦ Τέκτ.: ἥρωος.
Μέσῳ ἑνὸς καταιγισμοῦ ἑτεροκλήτων καὶ ἀναχρονισμένων εἰκόνων, τὸ ποίημα ὑποδαυλίζει τὸ φρόνημα τοῦ μύστου-ἥρωος, λαμβάνοντας καταληκτικὴν μορφὴν εἰς τὴν μοναξιὰν αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἐδοκιμάσθη, ἐμυήθη καὶ ἀνελίχθη εἰς τὰ δώματα μιᾶς σοφίας, ἐν τῇ ὁποίᾳ βιοῦται ὁ μονήρης ἀγὼν τοῦ  τέκτονος ὑπὲρ τοῦ συνόλου τῶν ἀνθρώπων. 
Ὁ στρατηγὸς μας, εἴτε λέγεται Μπολιβάρ, εἴτε Γαριβάλδης, εἴτε Κολοκοτρώνης, εἴτε Ἀνδροῦτσος, ἐπίστευσεν ὅτι ο ἀγὼν κατὰ τοῦ τυράννου εἶναι ὑπερεθνικός, δὲν δύναται ὅμως νὰ μυήσῃ τοὺς συνανθρώπους εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Ἐλευθερίας. 
Ὡστόσον δύναται διὰ τοῦ ξίφους νὰ τοὺς κεντρίσῃ, νὰ τοὺς ἀφυπνίσῃ, νὰ τοὺς καταναγκάσῃ νὰ ζήσουν ἐλεύθεροι. Πρόκειται διὰ τὸ μεγάλον τεκτονικὸν ὀξύμωρον. Τὴν ὑποχρέωσιν παντὸς Τέκτονος νὰ κουρελιάζῃ τὴν «ἐλευθερίαν» παντὸς συνανθρώπου ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νὰ αὐτοϋποδουλοῦται, εἴτε εἰς τὸν τύρρανον, εἴτε, ἀκόμη χειρότερον, εἰς τὰ πάθη, τὴν ἄγνοιαν καὶ τὴν μισαλλοδοξίαν.   
Εἰς τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἔπους, ἔχομεν τὴν κατίσχυσιν τῶν δυνάμεων τῆς ἀμαθείας καὶ τοῦ ἐφησυχασμοῦ ἔναντι τῆς μνήμης καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ, διὰ τῆς κατεδαφίσεως τοῦ μνημείου τοῦ ἥρωος. Ὁ «σώφρων» κοινὸς λόγος τοῦ ἀμυήτου θυμίζει τὴν μορφὴν τοῦ ῥεαλιστοῦ Παπαγκένο ἐν τῷ «Μαγικῷ Αὐλῷ»  τοῦ ἀδ.: Μότσαρτ.
Διὰ μιᾶς ἀναφορᾶς εἰς τὸν γέροντα Ὑδραῖον πρόγονον τοῦ ποιητοῦ, ὁ ὁποῖος ἐτάφη ὑπὸ τὴν πυριτιδαποθήκην τῆς Λαρίσης κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τῆς Θεσσαλίας, ὄντας ἐθελοντὴς ἐκεῖ, ἀκούγεται ὁ σώφρων καὶ νοικοκυρευμένος λόγος·

«στρατηγέ τὶ ζητοῦσες στὴ Λάρισα σὺ ἕνας Ὑδραῖος;»


Ἕν τὸ πᾶν.  Μπολιβάρ!

Μπολιβάρ,
ένα ελληνικό ποίημα


ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ
Le cuer dun home vaut tout lor dun païs

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι, 

Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,
οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα.

Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε
η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο
συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας
τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις
πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι,
γενναίοι και δυνατοί.

Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα
δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη
τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα
για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα
αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις,
κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,
πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη
άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες
νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,
αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα
εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)

Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.

Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,

Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.

Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.

Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει
η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα
κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με
τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
ο Μπολιβάρ!

Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος

στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;

Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
λεωφορεία με τους πληγωμένους.

Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη,
του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,
καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!

Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,
Είταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό
και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,
Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου
δρόμος, λυτρώσεως πύλη.

Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ,
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι,
ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,
όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες
πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν
τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,
και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε
στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,
σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,
μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου
να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου
τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω
το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)

Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ
δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης
προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια
αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη:
τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γι’ αυτόνα μόνο,
Κι όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,
ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος
κι εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο
μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του
ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)

Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.

επίκλησις
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ―
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.

ΧΟΡΟΣ
στροφή
(
entrée des guitares)
Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
 Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
 Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,

Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.

Αντιστροφή.
(
the love of liberty brought us here)
τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί
που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad





Επωδός
(χορός ελευθεροτεκτόνων)
Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια,
corazón,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
corazón,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
corazón,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
corazón,
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
corazón,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
corazón,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
corazón.



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου.


ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ
(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό
sardane).
στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;

(από τα Ποιήματα, Β´, Ίκαρος, Αθήνα, 1977)



[1] Πλῆθος Σ.:Στ.: Στ.: ἀνὰ τὸν κόσμον φέρουν ὑπερηφάνως τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Libertador. Π.χ. μόνον εἰς τὴν Πολιτείαν τοῦ Μισσοῦρι: Συμβ.: Στ.: υπ’ ἀρ. 195. Περιστ.: Β.:Α.: ἀρ. 5. Διοικ.: Ἱππ.: τοῦ Ν.: «San Elmo», ἀρ. 43.