Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

Νάθαν ὁ σοφός.

Αὐτὸ ποὺ δεσπόζει εἰς τὸ θεατρικὸν ἔργον τοῦ ἀδ.: Γκότχολδ Ἐφραὶμ Λέσσιγκ «Νάθαν ὁ Σοφός», εἶναι ὁ μῦθος τοῦ «μαγικοῦ δακτυλιδιοῦ».
Ὁ Λέσσιγκ ἐμυήθη τὴν 14ην Ὀκτωβρίου 1771 ἐν τῇ Σ. Στ.: «Εἰς τὰ Τρία Χρυσᾶ Ῥόδα» (Zu den drei Goldenen Rosen) ἐν Ἀνατ.: Ἁμβούργου.
Θερμὴ ἡ φιλία του πρὸς τὸν Πρῶσσον φιλόσοφον Μωυσῆν Μένδελσων, μιὰ φιλία τὴν ὁποίαν ὁ ἐγγονὸς τοῦ τελευταίου καὶ μέγας συνθέτης Φῆλιξ Μένδελσων-Βαρθόλδυ, ἐχαρακτήρισεν ὡς τὴν «πλέον ἀστράπτουσαν μεταφορὰν τοῦ πνεύματος τῆς θρησκευτικῆς ἀνεκτικότητος τοῦ Διαφωτισμοῦ».
Ἡ φιλία αὐτὴ καὶ ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός, θὰ ἐμπνεύσουν εἰς τὸν Λέσσιγκ, τὸ θεατρικὸν φιλοσοφικὸν του δρᾶμα «Νάθαν ὁ Σοφός».
Τὰ κύρια πρόσωπα τοῦ δράματος εἶναι τρεῖς ἐκπρόσωποι τῶν βιβλικῶν θρησκειῶν.
Νάθαν ὁ ῥαββῖνος, Σαλαδῖνος ὁ σουλτάνος καὶ ἕνας (ἀρχικῶς) ἀνώνυμος νεαρὸς Ἱππότης τοῦ Ναοῦ, αἰχμάλωτος τοῦ Σαλαδίνου.
Μιὰ φιλοσοφικὴ συζήτησις τῶν τριῶν, ὀξύνεται ὅταν ὁ σουλτάνος ἐρωτᾷ τὸν γερο-ῥαββῖνον «ποία ἐκ τῶν τριῶν θρησκειῶν εἶναι ἡ ἀληθής;».
Ὁ Νάθαν ἀφηγεῖται τὴν παραβολὴν ἑνὸς γέροντος πατέρα τριῶν υἱῶν καὶ κατόχου ἑνὸς μαγικοῦ δακτυλιδιοῦ, τὸ ὁποῖον καθιστᾷ ἀρεστὸν τὸν κάτοχόν του εἰς τὸν ...Θεόν.
Ἀφήνει ὡς κληρονομιάν τὸ πολύτιμον δακτυλίδι εἰς τὸν ἕνα πού κρίνει πὼς πρέπει νὰ τὸ ἔχει καὶ ἀπὸ ἕνα ἀντίγραφον εἰς τοὺς ἄλλους δύο, χωρὶς νὰ ἀποκαλύψῃ εἰς οὐδένα τὴν ταυτότητα τοῦ γνησίου.
Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ γέροντος, οἱ τρεῖς υἱοῖ φιλονεικοῦντες περὶ τὴν γνησιότητα τοῦ κειμηλίου, καταφεύγουν εἰς ἕνα σοφὸν γέροντα δικαστήν.
Αὐτὸς τοὺς λέγει ὅτι τὸ πραγματικὸν κατὰ τὸ παρελθόν, εἰς τὰ βάθη τῶν αἰῶνων, ὑπέστη πλαστογραφικὴν ἀντιγραφὴν διὰ ἄλλων δύο ὁμοίων.
Τὸ μόνον ποὺ τοὺς ἀπομένει εἶναι νὰ ζήσουν βίον τέτοιον, ὁ ὁποῖος ἐν τέλει θὰ τοὺς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν λύσιν τοῦ μυστηρίου, ὅταν εὑρεθοῦν πρὸ τοῦ Θεοῦ.
H ΕΙΚΩΝ:
Μαυρίκιος Δανιήλ Ὀπενχάιμ.
Ὁ φιλόσοφος καὶ πολυεπιστήμων ἀδ.: Ἰωάννης Κάσπαρ Λαβατέρ, παρακολουθεῖ τοὺς ἀδ.: Λέσσιγκ καὶ Μένδελσων νὰ συζητοῦν παίζοντας σκάκι.

Ἕνα ὀνειρόδραμα.

Εἶχον τὴν τύχην νὰ πηγαίνω σχολεῖον ἐπὶ μιᾶς ἄλλης ἀντιλήψεως περὶ τὴν Παιδείαν ἐκ μέρους τῶν κυβερνώντων.
Οἱ τότε «ἀντιδραστικοὶ» κυβερνῆται μας, ἐθεώρουν ὅτι ἔπρεπε νὰ μᾶς ἀναγκάζουν νὰ μαθαίνωμε διάφορα «ἄχρηστα» πράγματα, προκειμένου ὁ νοῦς μας νὰ μὴν ἀπασχολῆται μὲ ἄλλα «χρήσιμα» καὶ ...«ἐπαναστατικά».
Εἰς τὴν 2αν Κλασσικοῦ Λυκείου, εἰς τὴν «νεκρή» γλῶσσαν τῶν Λατινικῶν, ἐδιδάχθημεν -τότε- τὸ «Ἐνύπνιον τοῦ Σκιπίωνος» (Somnium Scipionis), ἔργον τοῦ Μάρκου Τυλλίου Κικέρωνος.
Ἦτο ἕνα «ὀνειρόδραμα».
Τὸ 148 π.Χ. ὁ νεαρὸς χιλιάρχος Σκιπίων Αἰμιλιανός, δύο χρόνια πρὸ τῆς Ἁλώσεως τῆς Καρχηδόνος, ἐπισκέπτεται τὸν σύμμαχον τῆς Ῥωμαϊκῆς Δημοκρατίας, βασιλέα τῆς Νουμιδίας Μασανάσην.
Ἐκεῖ, μιὰν μαγικὴν βραδιάν, ὑπὸ τὸν καθαρὸν ἀφρικανικὸν ἀστερόεντα οὐρανόν, βλέπει εἰς ὅραμα τὸν παπποῦ του Σκιπίωνα τὸν Ἀφρικανόν, ὁ ὁποῖος τὸν ξεναγεῖ εἰς τὸ νεοπλατωνικὸν στερέωμα τῶν μαγικῶν συλλήψεων τῆς πορείας τῶν ψυχῶν πρὸς τὴν «καταστέρωσιν», τῆς ὀμορφιᾶς τῆς ἁρμονίας τῶν οὐρανίων σφαιρῶν καὶ τῶν ἁπλῶν κανόνων μιᾶς ζωῆς ἀφιερωμένης εἰς τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν Πατρίδα, ὡς ἑνὸς τόπου προσωρινῆς ἐγκαταβιώσεως τοῦ πολυτιμωτέρου στοιχείου τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, προτοῦ αὐτὸ ἑνωθῇ πρὸς τὴν Μεγάλην Συλλογικὴν Ψυχήν.
Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχον σχεδὸν λησμονήσει, προτοῦ μυηθῶ εἰς τὰ Τεκτονικὰ Μυστήρια.
Ἔκτοτε, ἡ τεκτονικὴ μου συνείδησις μὲ ἔχει ὁδηγήσῃ εἰς μίαν διαρκῆ μελέτην τοῦ «Ἐνυπνίου», κατὰ τρόπον ὁ ὁποῖος μὲ πείθει ὅτι -ὄντως- ὁ Τεκτονισμὸς δὲν ξεκινᾷ τὸ 1717 μ.Χ.
Τὸ «Ἐνύπνιον» ὑπὲρ πᾶν ἄλλον, ἀποτελεῖ ἕνα πράγματι ὀνειρικὸν ἀριστούργημα, τοῦ ὁποίου τὸ μεγαλεῖον δὲν μπορεῖς νὰ τὸ προσεγγίσῃς, ἄν δὲν σταθῇς μιὰν βραδιὰν σ᾿ ἕναν ἑρημικὸν τόπον, ἀφήνοντας τὴν φυσικὴν σου ὅρασιν νὰ περιπλανηθῇ εἰς τὸν ἀστερόεντα οὐρανόν.
Νιώθω τυχερὸς ὁσάκις κατὰ τὰς συνεδρίας τῆς Στοᾶς μου, ὁ οὐρανὸς τοῦ Ναοῦ μας μὲ τὰ ψεύτικα ἀστέρια του, ζωντανεύει καὶ τὸ βλέμμα χάνεται πέρα ἀπὸ αὐτὸν, εἰς ἕνα κόσμον διαρκοῦς ἐπαναγωγῆς τῶν ψυχῶν ἀπὸ τοῦ «κόσμου τούτου» εἰς τὰς σφαίρας τῶν Πλανητικῶν Κυρίων καὶ τοὔμπαλιν...
ΜΟΥΣΙΚΗ:
«Somnium Scipionis», Κ. 126 Τοῦ ἀδ.: Β.Α. Μότσαρτ.
Δραματικὴ Μονόπρακτος Σερενάτα.
Ἐγράφη εἰς ἡλικίαν 15 ἐτῶν καὶ ἀφιερώθη ἀργότερον εἰς τὸν «μαικήνα» του Ἀρχιεπίσκοπον-Κόμητα Κολλορέδο.
https://www.youtube.com/watch?v=zB8MzJbGd9s

Ἠθικὴ καὶ Αἰσθητική.

Ὁσάκις ἡ ἀδυναμία, ἡ ἐφεκτικότης, ἡ ἐπανάπαυσις, δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀκολουθήσωμε τὴν φωνὴν τῆς Ἠθικῆς, ἔρχεται ἡ Αἰσθητικὴ νὰ προφυλλάξῃ τὴν ἀξιοπρέπειάν μας, δεδομένου ὅτι τὸ ἄηθες σπανίως τυγχάνει ΚΑΙ αἰσθητικῶς ἀποδεκτόν.
Ἄν πάλιν ὁμοῦ πρὸς τὴν χαλαρὰν ἀντίληψιν περὶ τὴν Ἠθικήν, στερούμεθα ΚΑΙ αἰσθητικοῦ αἰσθητηρίου, τότε μᾶς μένει ἕνα πρᾶγμα. 

Αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Ἡράκλειτος:
«Ἄξιον Ἐφεσίοις ἡβηδὸν ἀπάγξασθαι πᾶσι...».
Κοινῶς, «ἄντε νὰ πνιγῇς»...

Ὁ τῶν συμβόλων πολυμέτωπος ἀγών.

Κατ᾿ ἀρχὰς τὸ σύμβολον πρέπει νὰ καθιερωθῇ ὡς ταυτότης σημαίνοντος καὶ σημαινομένου εἰς ἕνα εὗρος ὑποκειμένων τέτοιο, ὥστε νὰ καταστῇ ὄντως σύμβολον.
Τουτέστιν, νὰ ἀνακαλῇ εἰς τὴν ἀντίληψιν ὄχι ἑνὸς-δύο ἀνθρώπων «κάτι» τὸ ὁποῖον θέλομε νὰ σημαίνῃ, ἀλλὰ εἰς πολλούς.
Ἄν αὐτὸ ἐπιτευχθῇ, ἔπεται ἕνας νέος ἀγών, σκληρότερος. Ἔπεται ἡ ἀνάγκη νὰ περιφρουρηθῇ ἡ ἀρχικὴ «ταυτότης» τοῦ συμβόλου, ὥστε νὰ μὴ μπορέσῃ κάποιος, εἴτε νὰ τὸ νοσφισθῇ δίδων εἰς αὐτὸ νέαν, ἐπιθυμητὴν εἰς αὐτὸν σημασίαν, εἴτε νὰ τὸ ἐξουδετερώσῃ.
Ὅπως καὶ νὰ τὸ δῇ κανείς, κάποια σύμβολα ἔχουν ἀρχὴν τῆς ζωῆς των καὶ ...θάνατον.
Ὑπάρχει ὁ φυσικὸς των θάνατος. Αὐτὸς ἐπέρχεται ὅταν τὸ σημαινόμενον ἑνὸς συμβόλου παύσῃ νὰ ὑφίσταται, ἄρα καὶ τὸ σύμβολόν του -μοιραίως- συναποθνήσκει.
Ὑπάρχει καὶ ἡ «δολοφονία» τῶν συμβόλων.

Αὐτὴ συντρέχει ὅταν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἴτε θὰ ἔπρεπε νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν, εἴτε νὰ τὰ προφυλλάσσουν, τὰ ἐγκαταλείπουν, τὰ κακοποιοῦν, τὰ ἀφήνουν ἕρμαια τῶν διαθέσεων τοῦ ὁποιουδήποτε.
Τότε ἔχομε τὸ φαινόμενον τοῦ «Ἀποσυμβολισμοῦ».
Ἀποσυμβολισμός: Ἐκ τῆς προθέσεως ΑΠΟ σημαινούσης τὴν ἀφαίρεσιν, τὴν ἀπόρριψιν (π.χ. ἀπολέπισις, ἀποδυνάμωσις) καὶ σύμβολον.
Δυστυχῶς, ἐπειδὴ ἡ ἰδία ἡ γλῶσσα ἀποτελεῖ κώδικα συμβόλων, παρακμάζει καὶ αἱ λέξεις -ὡς ἐπισημαίνῃ κι ὁ Θουκυδίδης- χάνουν τὴν πραγματικὴν των σημασίαν, ὅλοι μας σχεδὸν χρησιμοποιῶμεν τὸν ὅρον «ἀποσυμβολισμὸς» θέλοντες νὰ ἐκφράσωμε δι᾿ αὐτοῦ τὴν ἙΡΜΗΝΕΙΑΝ.
Ἑρμηνεία. Λέξις προερχομένη ἐκ τοῦ Ἑρμοῦ, ἐφόρου καὶ προστάτου πάσης κεκρυμμένης ἀληθείας.
Ἐξ᾿ οὗ καὶ ὁ Ἑρμητισμός.
(Μέρος σκέψεών μου ἐξ ὁμιλίας μου «Περὶ Συμβόλων» ἐν τῇ Στοᾷ μου πρὸ πολλῶν ἐτῶν).

Η ΕΙΚΩΝ:
Τὸ «Γαμμάδιον». Ἕνα ἱερόν, σπουδαῖον, πανάρχαιον καὶ βαρυσήμαντον σύμβολον. Ἀχρηστευθὲν, περιέπεσεν εἰς τὰς χείρας διαφόρων ἐγκληματιῶν, καθιστάμενον σύμβολον φρίκης, ὀλέθρου καὶ σκότους.

Ἀλάβανδα.

«...Σὰν θάρθῃ μάρμαρο, τὸ πιὸ καλό, ἀπὸ τ' Ἀλάβανδα, μ' ἁγίασμα τῶν Βλαχερνῶν θὰ βρέξω τὴν κορφὴ μου...».
Ἀπὸ τὸν «Μπολιβάρ» τοῦ Νίκου Ἐγγονοπούλου.

Ἀλάβανδα. Σήμερον ἕνα χωριὸ φέρον τὸ εὐγενὲς καὶ εὔηχον ὄνομα Ντονανγιούρτ.
Πόλις τῆς Καρίας ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ, παρὰ τῷ ποταμῷ Μαρσύᾳ, ὅστις φέρει σήμερον τὸ ἐπίσης ὡραῖον ὄνομα Τσινατσάυ.
Ἐκεῖ παρήγετο τὸ ἐκλεκτόν ἐρυθρὸν μάρμαρον, ἀστείρευτος πηγὴ πλούτου τῶν Ἀλαβανδέων, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῆς ἀμερίμνου καὶ τρυφηλῆς ζωῆς των ἀπεκλήθησαν οἱ Συβαρῖται τῆς Ἰωνίας.
Διὰ νὰ κολακεύσουν τοὺς Ῥωμαίους «ἀπελευθερωτὰς» των, ἔκτισαν «Ναὸν τῆς Ῥώμης» ὅπου κατ᾿ ἔτος τὴν ἐτίμων διὰ λαμπροῦ «φεστιβάλ».
Καὶ οἱ Ῥωμαῖοι, εὐγνώμονες κι ὁλόχαροι, ἐδώρησαν τὴν πόλιν εἰς τοὺς ...Ῥοδίους διὰ νὰ τοὺς κολακεύσουν.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Ἠ χαμέρπεια ἀνταμείβεται πάντοτε ...χαμερπῶς.

Ἡ τῶν μετάλλων κόπωσις.

Ὅρος τῆς μηχανικῆς, περιγράφων τὴν φθορὰν ἐκ τῆς χρήσεως εἰς ἥν ὑπόκεινται τὰ μέταλλα καθιστάμενα βαθμηδὸν ἀκατάλληλα πρὸς χρῆσιν.
Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη κόπωσις μετάλλων. Οἰκτρωτέρα!
Εἶναι ἡ κόπωσις τὴν ὁποίαν προκαλοῦν τὰ «μέταλλα» εἰς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ -ὑποτίθεται- τὰ ἔχουν ἀπορρίψῃ.
Εἰς τὴν τεκτονικὴν μας πραγματικότητα, μᾶς δημιουργοῦν κόπωσιν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μεθ᾿ ὑπαρξιακοῦ πείσματος, ἐπανεισάγουν τὰ μέταλλα εἰς τὸ «γίγνεσθαι», ἀπασχολοῦντες μας διαρκῶς καὶ πεισμόνως μὲ τὰς διαρκεῖς των ὀχλήσεις, περιφέροντες τὴν μεταλλικὴν των φιγούραν urbi et orbi, ἐπισείοντες μεταλλικὰ πράγματα.
Καὶ πάντα ἐπιλήσμονες τοῦ ΔΙΚΟΥ των ῥόλου εἰς αὐτὰ τὰ ὁποῖα καταγγέλλουν δίκην Κάτωνος τοῦ Τιμητοῦ.
Ἐπιτέλους, κάποιος «δικὸς» των, ἄς τοὺς βοηθήσῃ λέγων εἰς αὐτοὺς ὅτι κάποια «πράγματα» ἐκ τῆς φύσεώς των εἶναι ῥυθμισμένα ἔτσι, ὥστε νὰ «τακτοποιῶνται» ΜΟΝΟΝ ἐντὸς τοῦ χώρου ὅπου ἀνήκουν.
Ἐκοπώθημεν ἀδ.: μου, ἀλλ᾿ ὄχι τόσον ὥστε νὰ «ἀδειάσωμε τὴν γωνιά» χάριν τῶν «μεταλλικῶν ἀνθρώπων».

Τὸ πᾱν ζῆ.

...Τὸ πᾱν ζῆ. Οὐδέν δημιουργεῑται. Οὐδέν καταστρέφεται. Ἡ θνητότης δὲν εἶναι ἤ φαινομενικόν ἀποτέλεσμα ἀπωλείας τῆς ἰσορροπίας.
Ὅ,τι καλοῦμεν θάνατον δὲν δύναται νὰ εἶναι ἤ μία τῶν πολλαπλῶν ἐκδηλώσεων τῆς ζωῆς.
Ἐκτὸς τῆς ἀτομικῆς μορφῆς, πᾶν ὅ,τι ὑπῆρξε καὶ θὰ ὑπάρξῃ εἶναι αἰώνιον.
Ἡ γέννησις δὲν εἶναι ἤ σχετικὴ ἀφετηρία. Ὁ θάνατος σχετικόν τέλος. Ἀμφότερα δέ ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς, ἥτις δὲν ἔχει ἀρχήν οὐδέ τέλος. Ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἔναρξις μιᾶς νέας ζωῆς.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει δικαίωμα ἐπί τῆς ἀθανασίας. Τὸ δικαίωμα τοῦτο ἐπιβάλλει εἰς αὐτόν τό καθῆκον νά τήν κατακτήσῃ δι᾿εὐρύθμου χρήσεως ὅλων τῶν ἰδιοτήτων, αἵτινες ἐνυπάρχουν ἐν αὐτῷ...

Στῆλαι καὶ Κοιλάδες.

Εἰς τὸν Συμβολικὸν Τεκτονισμὸν εὑρισκόμεθα καθήμενοι παρὰ τὰς Στήλας. Εὐθὺς ὡς προαχθῶμεν εἰς τὸν 4ον Βαθμὸν τοῦ Ἀρχαίου & Ἀποδ. Σκωτικοῦ Τύπου εὑρισκόμεθα -ὡς διὰ μαγείας- εἰς τὰς Κοιλάδας.
Ὅπου Κοιλὰς ἐστι τόπος ἀναπεπταμένος διαρρεόμενος ὑπὸ τινος ποταμοῦ.
Ἄν δὲν ὑπάρχῃ ποταμός, τότε δὲν ὑφίσταται κοιλάς, ἀλλὰ πεδιάς.
Δι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Σκωτικὴ τυπολογία χαρακτηρίζει τὴν Κοιλάδα διὰ τοῦ ὀνόματος ἑνὸς ποταμοῦ.
Οὕτω π.χ. λέγομεν Σ. Στ.: Τελ.: «............» ἐν Κοιλάδι Ἰλισσοῦ.
Εἰς παλαιὰ πρακτικὰ τῆς στοᾶς μου (Προμηθεύς), ἱδρυθείσης τῷ 1906 ὑπὸ τῆς τότε Μεγ.: Ἀνατ.:, διαβάζομεν «Ἐν Κοιλ.: Ἰλισσοῦ ΚΑΙ ἐν Ἀνατ.: Ἀθηνῶν».

Διατὶ ἡ ἀπὸ Τύπου εἰς Τύπον ἀλλαγὴ αὕτη;
Πέραν τῆς διοικητικῆς ἀνάγκης μιᾶς «διακριτότητος» τῶν δύο τεκτονικῶν δικαιοδοσιῶν, Μεγάλης Στοᾶς καὶ Ὑπάτου Συμβουλίου, ὑπάρχει ἄραγε καὶ κάποια εἰδοποιὸς διαφορὰ ἐπὶ καθαρῶς φιλοσοφικοῦ ἐπιπέδου;
Νομίζω πώς ναί!
Αἱ Στῆλαι εἶναι δομικὰ στοιχεῖα. Καὶ ἐν τῇ δομικότητί των συνάδουν πρὸς τὸν συμβολικὸν χαρακτῆρα τοῦ Συμβολικοῦ Τεκτονισμοῦ.
Ὅλα ἐν τῷ Συμβολικῷ Τεκτονισμῷ ἔχουν δομικὸν χαρακτῆρα. Αἱ Στῆλαι, οἱ Στῦλοι, τὸ Μωσ.: Δάπεδον, αἱ βαθμίδες τῆς Ἀνατ.:, ὁ Τάπης.
Ἐδῷ, ἐν τῷ συμβολικῷ Ναῷ, ὁ τέκτων εὑρισκόμενος ἐντὸς ἑνὸς προστατευμένου - ἐστεγασμένου αὐστηρῶς περιβάλλοντος, μυεῖται διαρκῶς εἰς τὰ μυστήρια μιᾶς «δεδομημένης» στοᾶς, χρώμενος τῶν συμβόλων.
Ἐδῷ δέχεται τὴν ἐντολὴν μιᾶς μεταβάσεως εἰς τὴν Φύσιν, ἀφοῦ «κατερχόμενος εἰς τὰ βάθη τῆς συνειδήσεως», ἐκκαθαρίσῃ πᾶσαν ἠθικὴν καὶ γνωσιολογικὴν ἐκκρεμμότητα τοῦ πρωτογενοῦς του ὄντος.
Ἡ μετάβασίς του εἰς τὸν Σκωτικὸν Τύπον, συμβολικῶς ἀποτελεῖ μετάβασιν πρὸς τὸν εὑρύτερον Ναὸν τῆς Φύσεως.
Ὡς Διδάσκαλος τῶν βαθμῶν 4-14 θὰ εὑρεθῇ ἐκτὸς στοᾶς, προκειμένου νὰ «ξεκαθαρίσῃ» τὰς ἐκκρεμμότητας τοῦ Χιραμικοῦ Δράματος.
Διότι μπορεῖ ὁ Διδ.: Χιράμ νὰ ἀνεστήθη, ὅμως οἱ ἀχρεῖοι φονεῖς του κυκλοφοροῦν ἀκόμη ἐλεύθεροι.
Ὡς περιστυλιακὸς Ἱππότης Ῥοδόσταυρος, ἐντέλλεται νὰ ἐξαπολυθῇ πρὸς τὴν κοινωνίαν, προκειμένου νὰ τὴν θεραπεύσῃ.
Ὡς Ἱππ.: τοῦ Ἡλίου κυριολεκτικῶς «ἐκτοξεύεται» εἰς συμπαντικὰς τροχιὰς καὶ διαπλανητικὰς ἀφιξαναχωρήσεις, προκειμένου νὰ καταστῇ δωρεοδόχος τῶν Πλανητικῶν Κυρίων.
Ὁ Σκωτικὸς Τύπος -νομίζω-, ἐπιλέγει τὰς Κοιλάδας ὡς τόπον δράσεως, ὄχι ἐκ προθέσεως μιᾶς διακρίσεώς του ἔναντι τοῦ Συμβολικοῦ Τύπου, ἀλλὰ πρὸς ἐμπέδωσιν τῆς ἀληθείας τοῦ ὅτι κινούμεθα πλέον ἐντὸς τοῦ ἐκτὸς Συμβ.: Στοᾶς κόσμου.
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ:
Βλέπων ἐσχάτως διαφόρους προσπαθείας τινῶν πάνυ άγαπητῶν μας ἀδελφῶν, ὅπως «ἐπιλύσουν» θέματα τυπικῆς σημασίας περὶ τὸν Σκωτικὸν Τύπον, μέσῳ διαδικασιῶν ἥκιστα ἀνηκουσῶν εἰς τὸ συμπαντικὸν κλίμα του, εἴτε προσφεύγοντες εἰς μηχανισμοὺς «τοῦ Κόσμου τούτου», εἴτε εἰς διαφόρους βλακώδεις καὶ βεβήλους «διοικητισμούς», θλίβομαι καὶ λυποῦμαι.
Πολλῷ μᾶλλον, ὡς -ἀνενεργὸς πλέον- ΤΕΚΤΩΝ Ἱππότης τοῦ Ναοῦ, ἐνθυμούμενος τὴν τύχην τοῦ Μεγαθύμου Τάγματος, ὅτε οἱ ἐπίβουλοι καὶ ἀχρεῖοι ἐχθροί του, προκειμένου νὰ τὸ καταστρέψουν, συνεπικουρούμενοι ὑπὸ ἐπιόρκων μελῶν του, τὸ προσήγαγον πρὸ τοῦ βεβήλου κριτηρίου τῆς βασιλικῆς (κρατικῆς) ἐξουσίας.
Οἱ ἄνθρωποι τῶν Μυστηρίων ἔχουν τὸ ἐθιμικὸν δικαίωμα μιᾶς «Ἱερᾶς Ἑτεροδικίας», τοὐτέστιν κρίνονται ἄν ὄχι ΑΥΤΟΔΙΚΩΣ τοὐλάχιστον ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ.
Ὅσοι δὲν τὸ καταλαβαίνουν, ἀπεργάζονται ἕναν ὄλεθρον, ὁ ὁποῖος, πρωτίστως, ἔσεται ΔΙΚΟΣ των.
Η ΕΙΚΩΝ:
Adolf Hirémy-Hirschl. «Ψυχαὶ ἐν Κοιλάδι Ἀχέροντος».